ροβινία

ροβινία
(ροβινία η ψευδοακακία). Δέντρο, γνωστό και με το γενικό όνομα ακακία, της οικογένειας των χεδρωπών ή λεγκουμινωδών, της υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Βορειοαμερικανικής καταγωγής, είναι διαδομένη σε πολλά μέρη του κόσμου, όπου συναντάται και ημιαυτοφυής· στην Ελλάδα εισήχθη από την εποχή του Όθωνα. Ο ίσιος κορμός της φτάνει σε ύψος ακόμα και τα 30 μ., και είναι σκεπασμένος, στα ηλικιωμένα άτομα, από μελανωπό φλοιό, βαθιά ρωγμώδη. Η κόμη, που δεν είναι πολύ πυκνή, αποτελείται από φύλλα επαλλάσσοντα, φτερωτά, με 9-19 έμμισχα φυλλάρια, ωοειδή, ακέραια, ανοιχτοπράσινα: στη βάση κάθε μίσχου τα παράφυλλα είναι μεταμορφωμένα σε ισχυρά αγκάθια. Τα λευκά άνθη εμφανίζονται κατά τον Μάιο, διατεταγμένα σε κρεμαστούς, εύοσμους βότρεις. Ακολουθούνται από χέδρωπες λείους, φυλλόμορφους, κρεμαστούς, που φέρουν πολυάριθμα μελανωπά, φακοειδή σπέρματα. Η ρ. έχει εγκλιματισθεί σε όλη την Ευρώπη, στη ζώνη της βελανιδιάς, και σχηματίζει δασύλλια και δάση. Αν και προσαρμόζεται σε όλα τα εδάφη, προτιμά τα ελαφρά, και γι’ αυτό χρησιμοποιείται για τη σταθεροποίηση ευκίνητων γαιών: όχθες χειμάρρων, πρανή αυτοκινητόδρομων, σιδηρόδρομων κλπ. Δίνει ξύλο πολύ ανθεκτικό· το φύλλωμα προτιμάται από τα ζώα και τα άνθη τα αναζητούν οι μέλισσες. Ροβινία: ανθισμένος βλαστός.
* * *
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει δέντρα και θάμνους με αρωματικά συνήθως άνθη, τής οικογένειας φαβίδες ή χεδρωπά, τής τάξης φαβώδη, με 20 περίπου είδη, κυριότερο από τα οποία είναι το Rovinia pseudoacacia, γνωστό στην Ελλάδα με την κοινή ονομασία ακακία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. robinia, από το όν. τού Γάλλου βοτανολόγου Jean Robin].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελλοβόκαρπα ή λεγκουμινώδη ή χεδρωπά — Τάξη ή, κατά άλλους, οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει πολλές πόες, φρύγανα, θάμνους και δέντρα με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον όγκο, το χρώμα και το μέγεθος των ανθών κλπ., αλλά με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον… …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • ροβινίνη — η, Ν (βιοχ.) ετεροζίτης που λαμβάνεται από τη ροβινία και με υδρόλυση τής οποίας λαμβάνονται καμπφεράλη, ραμνόζη και γαλακτόζη …   Dictionary of Greek

  • σκουρουπαθιά — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τής ακακίας, είδους τού γένους ροβινία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ. που προέρχεται από την κυπριακή διάλ.] …   Dictionary of Greek

  • ψευδακακία — και ψευδοακακία, η, Ν βοτ. είδος φυτών τού γένους ροβινία, κν. γνωστό ως ακακία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ακακία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Φοῖβος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”